ἅλμα — spring neut nom/voc/acc sg ἅλμᾱ , ἅλμη sea water fem nom/voc/acc dual ἅλμᾱ , ἅλμη sea water fem nom/voc sg (doric aeolic) ἅ̱λμᾱ , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἅλμᾱ , ἁλμάω become mildewed pres imperat act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek
άλμα — το, ατος 1. πήδημα: Κατέχει το ρεκόρ του άλματος σε μήκος. 2. η γρήγορη προς τα εμπρός μετακίνηση στρατιώτη ή ομάδας στρατιωτών: Κάναμε το άλμα χωρίς απώλειες. 3. (σε διήγηση ή σε συλλογισμό), χάσμα, κενό: Στην αφήγησή σου, παρακαλώ, να μην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἅλμᾳ — ἅλμαι , ἅλμη sea water fem nom/voc pl ἅλμᾱͅ , ἅλμη sea water fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άλμα Άτα — Παλαιότερη ονομασία της προηγούμενης πρωτεύουσας του Καζακστάν, Αλμάτι (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
άλμα ρήγματος — Στη γεωλογία, το πλάτος της διαφοράς των δύο επιφανειών του στρώματος, που μετακινήθηκε κατά τη διάρρηξη (βλ. λ. ρήγμα) … Dictionary of Greek
Άλμα Ταντέμα, σερ Λόρενς — (Sir Lawrence Alma Tadema, 1836 – 1912). Άγγλος ζωγράφος, ολλανδικής καταγωγής. Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας και εργάστηκε στο εργαστήριο του Ερρίκου Λέις. Οι τεχνοκρίτες χαρακτήρισαν… … Dictionary of Greek
ἁλμάτων — ἅλμα spring neut gen pl ἁλμά̱των , ἁλμάω become mildewed pres imperat act 3rd pl ἁλμά̱των , ἁλμάω become mildewed pres imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλμ' — ἅλμα , ἅλμα spring neut nom/voc/acc sg ἅλμαι , ἅλμη sea water fem nom/voc pl ἅλμᾱͅ , ἅλμη sea water fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)